ναυτίλλομαι

ναυτίλλομαι
ναυτίλλομαι, only [tense] pres. and [tense] impf. (exc. [tense] aor. subj. ναυτίλεται [pron. full] [ῑ] Od.4.672 (prob.), inf. ναυτίλασθαι [pron. full] [ῑ] D.C.56.3):—
A sail, go by sea, ναυτίλεται εἵνεκα πατρός Od.l.c., cf. 14.246, Hdt.1.163, 2.5, al., S. Ant.717, E.Fr.793;

ν. τὴν [θάλασσαν]

sail on, navigate,

Hdt.1.202

;

ναυτιλίαν ναυτίλλεσθαι Pl.R.551c

.
2 of the nautilus,

κενῷ [τῷ ὀστράκῳ] ν. Arist.HA622b9

.
3 metaph., of water-fowl, Philostr. Im.1.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναυτίλλομαι — (ΑΜ ναυτίλλομαι) [ναυτίλος] είμαι ναυτίλος ασχολούμαι με τη ναυσιπλοΐα, θαλασσοπορώ νεοελλ. (το αρσ. μτχ. ως ουσ.) ο ναυτιλλόμενος ο εξ επαγγέλματος ασχολούμενος με την εμπορική ναυτιλία αρχ. (για το μαλάκιο ναυτίλος) πλέω …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλλομαι — είμαι ναυτικός, ταξιδεύω με πλοίο, κυρίως στη μτχ. ναυτιλλόμενος, η, ο ο επαγγελματίας ναυτικός, ο θαλασσοπόρος, αλλ. θαλασσινός, ναυτίλος: Οδηγίες για τους ναυτιλλομένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυτιλλομένων — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem gen pl ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλόμεθα — ναυτίλλομαι sail pres ind mp 1st pl ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλόμενον — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc acc sg ναυτίλλομαι sail pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλλεο — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλλου — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένην — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένοις — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένοισι — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιλλομένους — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”